ζωίδια

ζωίδια
ζῴδιον
small figure
neut nom/voc/acc pl
ζωίδιον
small figure
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωίδι' — ζωίδια , ζῴδιον small figure neut nom/voc/acc pl ζωίδια , ζωίδιον small figure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινέγχυμα — το βιολ. μεσογλοιακή μάζα, συμπαγής ή πορώδης, γεμάτη σκελετικές βελόνες, που είναι κοινή στα αλκυονίδια και μέσα στην οποία τα ζωίδια επικοινωνούν μεταξύ τους με τους ενδοδερμικούς σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenenchyma <… …   Dictionary of Greek

  • κοινοσάρκιο — το ζωολ. παχύ τοίχωμα τών πολυπόδων τών κοιλεντεροζώων το οποίο εκκρίνει το κοινέγχυμα που ενώνει μεταξύ τους τα άτομα και μπορεί να δώσει με εκβλάστηση τα νέα ζωίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenosarcium < coeno (πρβλ. κοινός) +… …   Dictionary of Greek

  • γραπτόλιθοι — Αποικίες απολιθωμένων οργανισμών που έζησαν αποκλειστικά στις θάλασσες του παλαιοζωικού αιώνα και ανήκουν στο φύλο των στοματοχορδωτών, συγγενείς με τα σημερινά πετροβράγχια. Η αποικία (ραβδόσωμα) ενός γ. αρχίζει από έναν μικρό, κωνικό θάλαμο –το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”